αιμάτωση
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
Greek Monolingual
η (Α αἱμάτωσις) αἱματῶ
νεοελλ.
1. η τροφοδότηση με αίμα μιας περιοχής του σώματος
2. ρύση αίματος από αγγεία του σώματος·