αιμάτωση
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Greek Monolingual
η (Α αἱμάτωσις) αἱματῶ
νεοελλ.
1. η τροφοδότηση με αίμα μιας περιοχής του σώματος
2. ρύση αίματος από αγγεία του σώματος·