αιμάτωση

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source

Greek Monolingual

η (Α αἱμάτωσις) αἱματῶ
νεοελλ.
1. η τροφοδότηση με αίμα μιας περιοχής του σώματος
2. ρύση αίματος από αγγεία του σώματος·