Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αιμάτωση

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

η (Α αἱμάτωσις) αἱματῶ
νεοελλ.
1. η τροφοδότηση με αίμα μιας περιοχής του σώματος
2. ρύση αίματος από αγγεία του σώματος·