στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
το
συνήθως στον πληθυντικό τα αιμοσφαίρια
έμμορφα στοιχεία του αίματος που διακρίνονται σε ερυθρά αιμοσφαίρια ή ερυθροκύτταρα και σε λευκά αιμοσφαίρια ή λευκοκύτταρα.