αἰσχρολόγος

Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A foul-mouthed, and Adv. -γως, Poll.6.123, 8.80,81.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχρολόγος: -ον, ὁ αἰσχρὰ λέγων, καὶ ἐπίρρ. -γως, Πολυδ. 6. 123., 8. 30. 81.

Spanish (DGE)

-ον
1 de lenguaje obsceno, mal hablado Poll.6.123, 8.80, Didache 3.3, Basil.M.29.476A.
2 adv. -ως diciendo cosas obscenas Poll.8.81.

Greek Monolingual

ο (Α αἰσχρολόγος)
αυτός που λέει αισχρά λόγια, που εκστομίζει αισχρολογίες, βωμολόχος, χυδαιολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αισχρός + λόγος < λέγω.
ΠΑΡ. αισχρολογία, αισχρολογώ
νεοελλ.
αισχρολογικός].