βωμολόχος
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
ον, (λοχάω) prop. one that waited about the altars, to beg or steal some of the meat offered thereon, ἵνα μὴ πρὸς τοῖσι βωμοῖς ἀεὶ λοχῶντες βωμολόχοι καλώμεθα Pherecr. 141; β. ἱερεῖς Man. 5.119; expld. by ἱερόσυλος, Hsch., Et.Gud.
2 metaph., ribald, coarse, βωμολόχος ξυνήγορος Ar. Eq. 1358, cf. Ra. 1085, 1521, al., Arist. EN 1108a25, Rh. 1419b9, Luc. Merc. Cond. 24, etc.; β. κόλαξ AP 11.323 (Pall.); Sup. βωμολοχώτατος Phld. Mus. p. 77K.; βωμολόχον τι ἐξευρεῖν invent some ribald trick, Ar. Eq. 1194; β. ἔπεσιν χαίρει Id. Ra. 358; τὸ βωμολόχον = prank, ribald trick = βωμολοχία, Plu. 2.68a sq. Adv. βωμολόχως = jokingly Procop. Arc. 9, Olymp. in Phd. p. 70N.
3small jackdaw, Arist.HA 617b18.
Spanish (DGE)
-ον
I de pers.
1 mendicante que ronda los altares acechando las ofrendas ἵνα μὴ πρὸς τοῖσι βωμοῖς πανταχοῦ ἀεὶ λοχῶντες βωμολόχοι καλώμεθα Pherecr.150.2, βωμολόχους θ' ἱερεῖς Man.5.119, cf. Erot.Fr.Pap.Parth.39, Hsch., Et.Gud.293.1.
2 bufón, payaso, mamarracho κόλακες καὶ βωμολόχοι E.Ep.4.53, cf. Arist.EN 1108a25, Rh.1419b9
•como epít. τις βωμολόχος ξυνήγορος un mamarracho de abogado Ar.Eq.1358, cf. Ra.1085, 1521, ἦν δὲ καὶ φύσει β. Theopomp.Hist.162, cf. Luc.Merc.Cond.24, β. ... κόλαξ AP 11.323 (Pall.), οἱ βωμολοχώτατοι los más mamarrachos entre los mamarrachos de los poetas cómicos, Phld.Mus.4.12.38.
3 orn., subst. ὁ βωμολόχος = el bufón n. que recibe una variedad de corneja Arist.HA 617b18.
II de palabras, carácter bufonesco, chocarrero, chistoso βωμολόχοις ἔπεσιν χαίρει Ar.Ra.358, ὦ θυμέ, νυνὶ βωμολόχον ἔξευρέ τι Ar.Eq.1194, (ἦθος) κίβδηλον, βωμολόχον, καπηλικόν, τυραννικόν M.Ant.4.28, ἕτερα διελέχθη καὶ ὧδε βωμολόχα Philostr.VS 578
•subst. τὸ βωμολόχον καὶ παιδιῶδες Plu.2.68a.
III adv. βωμολόχως = en forma bufonesca αὐτὴ γελοιάζουσά τε καὶ β. ἰσχιάζουσα Procop.Arc.9.15, καὶ Πλατωνικῶς, καὶ μὴ Περιπατητικῶς καὶ μὴ β. Olymp.in Phd.70.
German (Pape)
[Seite 469] ὁ, nach VLL. ὁ λοχῶν καὶ κρυφίως ὑποκαθήμενος περὶ τοὺς βωμοὺς ἐπὶ τῷ ἁρπάζειν τὰ ἐπιτιθέμενα θύματα, = οἱ ἐπὶ τοῖς βωμοῖς λοχῶντες, ὅ ἐστι καθεζόμενοι, καὶ μετὰ κολακείας προσαιτοῦντες, also an den Altären lauernd, um vom Opfer od. von den Opfernden etwas zu erlangen, zu betteln, Lumpengesindel, Bettlerpack; καὶ ἀγοραῖοι Luc. merc. cond. 24. Bes. von denen, die durch Schmeichelei od. Possenreißen eine Mahlzeit zu erhaschen suchen, Possenreißer, Arist. Eth. 2, 7. 4, 14; Speichellecker, Ar. Equ. 1355 Ran. 1083; so auch ἔπη 358; vgl. βωμολόχον τι ἔξευρε, ersinne einen Kniff, Equ. 1190; übh. von ränkevollen Menschen, neben ἀναίσχυντος καὶ πατραλοίας Nubb. 900; πανοῦργος καὶ ψευδολόγος Ran. 1517; so bei Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
litt. : qui se tient aux aguets près de l'autel ; d'où
1 mendiant;
2 charlatan, bouffon ; τὸ βωμολόχον PLUT bouffonnerie.
Étymologie: βωμός, λόχος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βωμολόχος -ον βωμός, λοχάω ‘die op de loer ligt bij een altaar’ (om offerrestjes te krijgen of weg te pakken); alleen overdr. lolbroekerig, clownesk, komisch, van personen en zaken:; νυνὶ βωμολόχον ἔξευρέ τι bedenk nu iets komisch Aristoph. Eq. 1194; subst. lolbroek, clown.
Russian (Dvoretsky)
βωμολόχος: ὁ и ἡ
1 досл. стоящий у алтаря, перен. попрошайка Luc.;
2 скоморох, шут, кривляка, Arph., Arst.;
3 галка (Monedula) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
βωμολόχος: ον (λοχάω), κυρίως ὁ περὶ τοὺς βωμοὺς παραμένων ἵνα ζητήσῃ ἤ κλέψῃ μέρος τοῦ ἐκεῖ προσφερομένου κρέατος, ἵνα μὴ πρὸς τοῖσι βωμοῖς ἀεὶ λοχῶντες βωμολόχοι καλώμεθα Φερεκρ. Τυρ. 2· ἐντεῦθεν, ἐπαίτης πάσχων ὑπὸ πείνης, Λουκ. Μισθ. Συν. 24, πρβλ. Plaut. Rud. 1. 2, 52, Ter. Eun. 3. 2, 38· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον, 2) μεταφ., ἐπὶ τῶν δυναμένων καὶ δεχομένων νὰ πράξωσιν οἱανδήποτε χαμερπῆ ἐργασίαν, ἵνα κερδήσωσι τὸν ἄρτον, ἀγροίκως ἀστεϊζόμενος, ἀναίσχυντος καὶ φλύαρος γελωτοποιός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1358, Βατρ. 1085, 1521, κτλ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α βωμολόχος, -ον)
αυτός που λέει αισχρά, φτηνά αστεία
νεοελλ.
όποιος χρησιμοποιεί αδιάντροπη γλώσσα με αισχρολογίες
αρχ.
1. εκείνος που παραμονεύει στον βωμό για να ζητιανέψει ή να κλέψει κρέας από το σφάγιο της θυσίας
2. όποιος χρησιμοποιεί χαμερπείς κολακείες ή πρόστυχα αστεία για να κερδίσει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βωμος + λόχος «ενέδρα»].
Greek Monotonic
βωμολόχος: ὁ (λοχάω),
1. αρχικά, κάποιος που παραμόνευε κοντά στους βωμούς για τα απομεινάρια φαγητού (κρέατος) που θα μπορούσε να βρει εκεί, ένας μισοπεθαμένος από την πείνα ζητιάνος, σε Λουκ.
2. μεταφ., κάποιος που θα έκανε οτιδήποτε πρόστυχο και χαμερπές για να βρει φαγητό, για να κερδίσει τα προς το ζην, αναίσχυντος, χαμερπής γελωτοποιός, σε Αριστοφ.· ως επίθ., βωμολόχον τι ἐξευρεῖν, εφευρίσκω κάποιο πρόστυχο παιχνίδι, τέχνασμα, κόλπο, στον ίδ.· λέγεται για τη χυδαία, την άσεμνη μουσική, στον ίδ.
Middle Liddell
λοχάω
1. properly one that lurked about the altars for the scraps that could be got there, a half-starved beggar, Luc.
2. metaph. one who would do any dirty work to get a meal, a lick-spittle, low jester, buffoon, Ar.:—as adj., βωμολόχον τι ἐξευρεῖν to invent some ribald trick, Ar.; of vulgar music, Ar.
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού παραμονεύει στούς βωμούς γιά νά κλέψει κομμάτια κρέας, ζητιάνος, ἀδιάντροπος). Σύνθετο ἀπό τίς λέξεις: βωμός + λοχάω (=ἐνεδρεύω) Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό βαίνω.
Translations
foul-mouthed
Arabic: بَذِيء اللِّسَان; Catalan: malparlat, renegaire, llenguallarg; Danish: grov i munden; English: bawdy, foulmouth, foulmouthed, foul-mouthed, foul-spoken, gutter mouth, guttermouth, obscene, pottymouthed, potty-mouthed, scurrilous, smutty; Finnish: rääväsuinen; French: mal embouché; German: unflätig, mit Schimpfwörtern um sich werfend; Greek: αθυρόστομος, αισχρολόγος, βωμολόχος, χυδαιολόγος, βρωμόστομος; Ancient Greek: αἰσχεόμυθος, αἰσχεορήμων, αἰσχεόφημος, αἰσχροεπής, αἰσχρολόγος, αἰσχρορρήμων, αἰσχρόστομος, βρωμολόγος, κακοστόματος, κακόστομος, κακόφημος, μιαρόγλωσσος, στόμαργος; Italian: sboccato, scurrile; Latin: maledicax; Norwegian Bokmål: rappkjeftet; Polish: niewyparzony; Portuguese: desbocado; Scots: roch; Spanish: malhablado, desbocado, deslenguado, lenguaraz; Tagalog: palamura; Westrobothnian: fulmönt