αιματουργός
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
Greek Monolingual
αἱματουργός, -όν (Μ)
αυτός που προκαλεί αιματοχυσία, ο φονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα, -ατος + -ουργός < ἔργον.