ημικλήριον
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
Greek Monolingual
ἡμικλήριον, τὸ (Α)
1. το μισό μέρος της κληρονομιάς κάποιου
2. το μισό του κλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κλήρ-ιον (< θ. κληρ- του κλήρος + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδ-ίον)].