Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
ἡμίλεκτος, -ον (Μ)αυτός που ελέχθη κατά το ήμισυ, μισοειπωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + λεκτός (< λέγω)].