ηχομετρία

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek Monolingual

η
1. (τεχν.) η τεχνική της μέτρησης του ήχου
2. φυσ. η συγκριτική μελέτη της διάρκειας, της έντασης και του ύψους τών ήχων με τη βοήθεια ηχομέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sonometrie < sono- < son «ήχος» + -metrie (πρβλ. -μετρία < -μέτρης < μέτρο)].