ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
ἡμικράνιος, -ον (Α)
1. πάπ. ο αναφερόμενος ή σχετιζόμενος με το ήμισυ του κρανίου
2. το ουδ. ως ουσ. το ἡμικράνιον
η ημικρανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κρανίον.