ημικράνιος

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source

Greek Monolingual

ἡμικράνιος, -ον (Α)
1. πάπ. ο αναφερόμενος ή σχετιζόμενος με το ήμισυ του κρανίου
2. το ουδ. ως ουσ. το ἡμικράνιον
η ημικρανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κρανίον.