ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
ζευγῶχος, ὁ (Α)ο κάτοχος ζεύγους βοδιών που σύρουν άμαξα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + έχω].