αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
Full diacritics: ζευγῶχος | Medium diacritics: ζευγῶχος | Low diacritics: ζευγώχος | Capitals: ΖΕΥΓΩΧΟΣ |
Transliteration A: zeugō̂chos | Transliteration B: zeugōchos | Transliteration C: zevgochos | Beta Code: zeugw=xos |
ὁ, (ἔχω) owner of a ζεῦγος, IG4.742.8 (Hermione).
ζευγῶχος: *ζευγοῦχος, ὁ ἔχων, ὁ ὁδηγῶν ἅμαξαν συρόμενην ὑπὸ ζεύγους βοῶν, Ἐπιγρ. Ἑρμιόνης L. et F. 159h.
ζευγῶχος, ὁ (Α)
ο κάτοχος ζεύγους βοδιών που σύρουν άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + έχω].