ηθικοδιδάσκαλος
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
Greek Monolingual
ο
αυτός που διδάσκει την ηθική, ο διδάσκαλος του μαθήματος της ηθικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικός + διδάσκαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο περιοδικό Εστία].
ο
αυτός που διδάσκει την ηθική, ο διδάσκαλος του μαθήματος της ηθικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικός + διδάσκαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο περιοδικό Εστία].