Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστοςἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
Menander, Monostichoi, 501
Greek Monolingual
το (βιοχ.) συνώνυμο του προενζύμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. zymogen). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ρήγα Ι. Νικολαΐδη].