ζυμογόνο

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

το
(βιοχ.) συνώνυμο του προενζύμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. zymogen). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ρήγα Ι. Νικολαΐδη].