ηχήεις

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source

Greek Monolingual

-εσσα, -εν (Α ήχήεις, -εσσα, -εν)
αυτός που παράγει ισχυρό ήχο ή θόρυβο, ηχηρός, ηχητικός, ηχογόνος, βουερός («θάλασσά τε ήχήεσσα», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. αυτός που τραγουδά, που κάνει βόμβο, που θροεί
2. αυτός που αντηχεί ισχυρά («κάδ δώματα ήχήεντα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηχή + -ήεις (πρβλ. αυδ-ήεις < αυδή)].