θιός

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Greek (Liddell-Scott)

θιός: «θεός. Κρῆτες» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ θιός)
θεός (α. «θιός τόνε στέλνει», Παπαδ.
β. «θιός σχωρέσ' τον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βοιωτ. και κρητ. τ. του θεός. Ο νεοελλ. θιός < θεός με μετατροπή του ατόνου e σε ημίφωνο i προ φωνήεντος (πρβλ. μηλέα > μηλεά > μηλιά)].