θιός: «θεός. Κρῆτες» Ἡσύχ.
ο (ΑΜ θιός)θεός (α. «θιός τόνε στέλνει», Παπαδ.β. «θιός σχωρέσ' τον»).[ΕΤΥΜΟΛ. Βοιωτ. και κρητ. τ. του θεός. Ο νεοελλ. θιός < θεός με μετατροπή του ατόνου e σε ημίφωνο i προ φωνήεντος (πρβλ. μηλέα > μηλεά > μηλιά)].