Ιθακήσιος

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source

Greek Monolingual

και Θιακός, ο και θηλ. Ιθακήσια (ΑΜ Ἰθακήσιος, θηλ. Ἰθακησία)
ο κάτοικος της Ιθάκης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ιθάκη + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βουν-ήσιος, καμπ-ήσιος)].