θριαμβευτής

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who enjoys a triumph, Suid.

German (Pape)

[Seite 1218] ὁ, der Triumphator, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

θριαμβευτής: -οῦ, ὁ, ὁ θριαμβεύων, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ο, θηλ. θριαμβεύτρια (ΑΜ θριαμβευτής, θηλ. -εύτρια) θριαμβεύω
νεοελλ.-μσν.
αυτός που θριάμβευσε, ο τροπαιοφόρος
αρχ.
(στην αρχ. Ρώμη) ο στρατηγός που τελεί θρίαμβο.