τροπαιοφόρος
Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
English (LSJ)
(parox.), ον,
A bringing trophies, Κύπρι AP5.293.24 (Agath.); bearing a trophy or emblem of victory, Νίκη D.S. 18.26; Ζεὺς τ., = Lat. Jupiter Feretrius, Mon.Anc.Gr.10.9; εἰκόνες Plu.Rom.16.
2 a coin, Inscr.Délos 1439 Cb1, 1443Ai 141 (ii B. C.).
II = Lat. triumphalis, πομπή D.H.3.31, etc.; ἁψίς D.C. 49.15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte des trophées, orné de trophées.
Étymologie: τρόπαιον, φέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τροπαιοφόρος -ον [τροπαῖον, φέρω] overwinningstekens dragend.
Russian (Dvoretsky)
τροπαιοφόρος:
1 несущий трофеи, т. е. победоносный (Κύπρις Anth.);
2 украшаемый (украшенный) трофеями (Νίκη Diod.; Ζεύς Plut.).
Greek Monolingual
-α, -ο / τροπαιοφόρος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που έχει τρόπαια, νικητής («Νίκη χρυσῆ τροπαιοφόρος», Διόδ.)
μσν.
προσωνυμία τών χριστιανών που υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο για την πίστη τους στον Ιησού Χριστό
αρχ.
1. (για θεό) αυτός που παρέχει τη νίκη («Κύπρι τροπαιοφόρε», Ανθ. Παλ.)
2. θριαμβικός («τροπαιοφόρος ἁψίς», Δίων Κάσσ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ τροπαιοφόρος
είδος νομίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπαιον + -φόρος].
Greek Monotonic
τροπαιοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά, κρατά τρόπαια, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
τροπαιοφόρος: -ον, ὁ φέρων τρόπαια, Ἀνθ. Π. 5. 294· ὁ φέρων τρόπαιον ἢ ἔμβλημα τῆς νίκης, Νίκη Διόδ. 18. 26· Ζεὺς τρ. = Λατ. Jupiter Feretrius, Συλλ. Ἐπιγρ. 4040. 1, πρβλ. Πλουτ. Ρωμύλ. 16. ΙΙ. = Λατ. triumphalis, πομπὴ Διον. Ἁλ. 3. 31, κλπ.· ἁψὶς Δίων Κ. 49. 15.