τροπαιοφόρος

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροπαιοφόρος Medium diacritics: τροπαιοφόρος Low diacritics: τροπαιοφόρος Capitals: ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: tropaiophóros Transliteration B: tropaiophoros Transliteration C: tropaioforos Beta Code: tropaio/foros

English (LSJ)

(parox.), ον,
A bringing trophies, Κύπρι AP5.293.24 (Agath.); bearing a trophy or emblem of victory, Νίκη D.S. 18.26; Ζεὺς τ., = Lat. Jupiter Feretrius, Mon.Anc.Gr.10.9; εἰκόνες Plu.Rom.16.
2 a coin, Inscr.Délos 1439 Cb1, 1443Ai 141 (ii B. C.).
II = Lat. triumphalis, πομπή D.H.3.31, etc.; ἁψίς D.C. 49.15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des trophées, orné de trophées.
Étymologie: τρόπαιον, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροπαιοφόρος -ον [τροπαῖον, φέρω] overwinningstekens dragend.

Russian (Dvoretsky)

τροπαιοφόρος:
1 несущий трофеи, т. е. победоносный (Κύπρις Anth.);
2 украшаемый (украшенный) трофеями (Νίκη Diod.; Ζεύς Plut.).

Greek Monolingual

-α, -ο / τροπαιοφόρος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που έχει τρόπαια, νικητής («Νίκη χρυσῆ τροπαιοφόρος», Διόδ.)
μσν.
προσωνυμία τών χριστιανών που υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο για την πίστη τους στον Ιησού Χριστό
αρχ.
1. (για θεό) αυτός που παρέχει τη νίκη («Κύπρι τροπαιοφόρε», Ανθ. Παλ.)
2. θριαμβικόςτροπαιοφόρος ἁψίς», Δίων Κάσσ.)
3. το αρσ. ως ουσ.τροπαιοφόρος
είδος νομίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπαιον + -φόρος].

Greek Monotonic

τροπαιοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά, κρατά τρόπαια, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

τροπαιοφόρος: -ον, ὁ φέρων τρόπαια, Ἀνθ. Π. 5. 294· ὁ φέρων τρόπαιονἔμβλημα τῆς νίκης, Νίκη Διόδ. 18. 26· Ζεὺς τρ. = Λατ. Jupiter Feretrius, Συλλ. Ἐπιγρ. 4040. 1, πρβλ. Πλουτ. Ρωμύλ. 16. ΙΙ. = Λατ. triumphalis, πομπὴ Διον. Ἁλ. 3. 31, κλπ.· ἁψὶς Δίων Κ. 49. 15.

Middle Liddell

τροπαιο-φόρος, ον, φέρω
bearing trophies, Plut.