θυροκοπώ

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

θυροκοπῶ, -έω (Α) θυροκόπος
1. (ιδίως για μέθυσο) χτυπώ τη θύρα
2. μτφ. χτυπώ κάτι σαν να χτυπώ πόρτα (α. «τὴν πλευρὰν τῇ χειρὶ θυροκοπεῑ», Πλούτ. β. «ὁ λιμὸς τὴν γαστέρα θυροκοπεῑ», Αλκίφρ.).