θυροκοπώ

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source

Greek Monolingual

θυροκοπῶ, -έω (Α) θυροκόπος
1. (ιδίως για μέθυσο) χτυπώ τη θύρα
2. μτφ. χτυπώ κάτι σαν να χτυπώ πόρτα (α. «τὴν πλευρὰν τῇ χειρὶ θυροκοπεῖ», Πλούτ. β. «ὁ λιμὸς τὴν γαστέρα θυροκοπεῖ», Αλκίφρ.).