ζαχαροπλάστης Search Google

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

ο
θηλ. ζαχαροπλάστις και -ισσα
αυτός που κατασκευάζει και πουλά γλυκίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + πλάστης < πλάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Γ. Θεοχαρόπουλο].