ζαχαροπλάστης

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

ο
θηλ. ζαχαροπλάστις και -ισσα
αυτός που κατασκευάζει και πουλά γλυκίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + πλάστης < πλάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Γ. Θεοχαρόπουλο].