θεραπνίς

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ίδος, ἡ, poet.,

   A = θεραπαινίς, AP9.603 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1200] ίδος, ἡ, = θεραπαινίς, Dienerinn, Antp. Thess. 70 (IX, 603).

Greek (Liddell-Scott)

θεραπνίς: -ίδος, ἡ, ποιητ. συνῃρ. ἐκ τοῦ θεραπαινίς, Ἀνθ. Π. 9. 603. - θεράπνιον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θεραπνίς, -ίδος, ἡ (Α) θεράπνη
(ποιητ. τ.) η θεραπαινίδα.