θεράπνη
English (LSJ)
ἡ, poet., = θεράπαινα,
A handmaid, Ἑκατηβελέταο θ. h.Ap.157; Εὐρώπας θ. E.Hec.482 (lyr.), cf. A.R.1.786.
II dwelling, abode, E.Tr. 211 (lyr.), Ba.1043 (pl.), HF370(lyr.), Nic.Th.486 (unless it be pr. n. in these places).
III as pr. n. Θεράπνη, a Laconian city, Pi.P. 11.63, Hdt.6.61, etc.; Lacon. Σεράπνα Alcm.4: in plural Θεράπναι Isoc. 10.63.
German (Pape)
[Seite 1200] ἡ, 1) die Dienerinn, Magd, = θεράπαινα; H. h. Apoll. 157; Ap. Rh. 1, 786. – 2) Aufenthalt, Wohnung, Nic. Ther. 486, wie man auch Eur. Herc. Für. 370 erkl., vgl. Troad. 211 Bacch. 1045. – S. nom. pr.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
servante, femme esclave.
Étymologie: θεράπων.
Russian (Dvoretsky)
θεράπνη: дор. θεράπνα ἡ
1 служанка, прислужница (sc. Ἀπόλλωνος HH);
2 местопребывание, жилище, обиталище (Ἑλένης Eur.): Πηλιάδες θεράπναι Eur. долины Пелиона.
Greek (Liddell-Scott)
θεράπνη: ἡ, ποιητ. συνῃρημ. ἐκ τοῦ θεράπαινα, ὑπηρέτρια, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 157, Εὐρ. Ἑκ. 482, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 786. ΙΙ. κατοικία, διαμονή, Εὐρ. Τρῳ. 211, Βάκχ. 1043, Ἡρ. Μαιν. 370, Νικ. Θ. 486 (ἐκτὸς ἂν εἶναι κύρ. ὄνομα ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις). ΙΙΙ. Θεράπνη, παλαιὰ Λακωνικὴ πόλις, ἔχουσα ναὸν τῶν Διοσκόρων (ὅθεν καλοῦνται Θεραπναῖοι), Πίνδ. Π. 11. 95, Ἡρόδ. 6. 611, κτλ.· ὡσαύτως Θεράπναι, Ἀλκαῖ. παρ’ Ἁρπ., Ἰσοκρ. 218D. Πρβλ. Ἐλμσλ. ἐν Εὐρ. Βάκχ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Καθ’ Ἡσύχ. «θεράπναι· αὐλῶνες, σταθμοί».
Greek Monolingual
θεράπνη, ή (Α)
1. υπηρέτρια («λιποῦσ' Ἀσίαν Εὐρώπας θεράπναν», Ευρ.)
2. κατοικία, διαμονή («θεράπνας τῆσδε... χθονὸς λιπόντες», Ευρ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «θεράπναι
αὐλῶνες σταθμοί»
4. (ως κύριο όν., στον εν. και στον πληθ.) ή Θεράπνη, αἱ Θεράπναι
παλαιά πόλη της Λακωνικής, όπου υπήρχε ναός τών Διοσκούρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. και συντετμημένος τ. του θεράπαινα. Ο τ. απαντά στον πληθ. σε γλώσσα του Ησυχίου θεράπναι
αυλώνες, σταθμοί, καθώς επίσης και ως λακωνικό τοπωνύμιο Θεράπνα].
Greek Monotonic
θεράπνη: ἡ,
I. ποιητ. συνηρ. από το θεράπαινα, υπηρέτρια, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.
II. κατοικία, διαμονή, κατάλυμα, στον ίδ.
Middle Liddell
θεράπνη, ἡ, poet. contr. from θεράπαινα,]
I. a handmaid, Hhymn., Eur.
II. a dwelling, abode, Eur.
Translations
dwelling
Arabic: مَنْزِل, سَكَن; Moroccan Arabic: سكنة; Azerbaijani: mənzil, ev; Basque: bizileku, bizitoki; Belarusian: жыллё; Bengali: মকান, মঞ্জিল; Bulgarian: жилище; Catalan: habitatge, vivenda; Central Sierra Miwok: ˀu·ču-; Chinese Mandarin: 住宅, 住所; Czech: obydlí; Danish: bolig, bopæl; Dutch: woning, woonst; Esperanto: loĝejo; Finnish: asunto, asumus; French: domicile, habitation; Galician: eido, vivenda, moranza, moradía, soxorno, lar; German: Wohnsitz, Wohnung, Behausung, Wohnstätte; Gothic: 𐌱𐌰𐌿𐌰𐌹𐌽𐍃; Ancient Greek: ἀναστροφή, δίαιτα, δῶ, δῶμα, ἕδος, ἕδρα, ἕδρανον, ἐμβιωτήριον, ἐνδιαιτητήριον, ἐνοίκιον, ἑστία, ἤθη, θεράπνη, κατοικία, οἴκημα, οἴκησις, οἰκητήριον, οἰκία, οἶκος, σκήνωμα, σταθμός, στέγα, στέγη; Hebrew: דירה, דיור, מגורים, שכן; Hungarian: lakás, lakóhely, otthon, lak; Ido: lojeyo; Italian: abitazione, residenza, dimora; Japanese: 居留, 住居, 住宅; Korean: 주거, 주택, 거류; Latin: domicilium; Low German: Wahnung, Wahnen, Wahnsitt; Macedonian: живеалиште; Manchu: ᠪᠣᠣ; Maori: tuohunga; Middle English: dwellynge, herberwe; Norman: d'meuthe; Old Norse: bo, bú; Old Turkic: 𐰋; Orok: дуку; Pashto: کور, خونه; Plautdietsch: Wonunk; Polish: mieszkanie; Portuguese: domicílio, moradia; Romanian: locuință, domiciliu; Russian: жилище, жильё; Scottish Gaelic: còmhnaidh; Slovak: obydlie; Slovene: bivališče, domovanje; Spanish: domicilio, morada, residencia, casa; Swedish: bostad, boning; Thai: ชุมรุม, ทำเนียบ, เวสน์; Turkish: ev, konut; Ugaritic: 𐎎𐎌𐎋𐎐𐎚; Ukrainian: житло, помешкання; Vietnamese: chổ ở; Walloon: dimorance, lodjisse