θεραπαινίδα

From LSJ

Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes

Menander, Monostichoi, 394

Greek Monolingual

η (Α θεραπαινίς)
η θεράπαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεράπαινα + υποκορ. κατάλ. -ις (πρβλ. φάσγανον > φασγαν-ίς)].