δυσκοινώνητος
English (LSJ)
ον,
A unsocial, Pl.R.486b; ἀρχή Plu.Demetr. 3.
German (Pape)
[Seite 682] zum Umgang untauglich; καὶ ἀγρία ψυχή Plat. Rep. VI, 486 b, u. Sp., wie Plut. Demetr. 3.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκοινώνητος: -ον, οὐχὶ κοινωνικός, Πλάτ. Πολ. 486Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
insociable.
Étymologie: δυσ-, κοινωνέω.
Spanish (DGE)
-ον
1 insociable ψυχή Pl.R.486b
•asocial οὐδεμία γὰρ μοχθηρία μᾶλλον δ. ἀπιστίας Them.Or.21.258b.
2 difícil de compartir ἡ ἀρχή Plu.Demetr.3.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δυσκοινώνητος, -ον)
δύσκολος στις κοινωνικές του σχέσεις.