επαρίστερος

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108

Greek Monolingual

ἐπαρίστερος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά
2. ο γραμμένος από αριστερά προς τα δεξιά
3. αριστερόχειρας, ζερβοχέρης
4. μτφ. αδέξιος, ανεπιτήδειος, ανάποδος («ἐπαρίστερα βουλεύματα», Πλούτ.)
5. επίρρ. ἐπαριστέρως
αδέξια, ανεπιτήδεια.