αριστερόχειρας
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
Greek Monolingual
ο, η (Α ἀριστερόχειρ)
αυτός που χρησιμοποιεί κυρίως το αριστερό του χέρι.