ελαφοπόδαρος
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
Greek Monolingual
-η, -ο
1. (για άνθρ.) γοργοπόδαρος
2. (για ουδ. ως ουσ.) το ελαφοπόδαρο
το πόδι του ελαφιού.
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
-η, -ο
1. (για άνθρ.) γοργοπόδαρος
2. (για ουδ. ως ουσ.) το ελαφοπόδαρο
το πόδι του ελαφιού.