λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
ἐξαμβλῶ, -έω (Α)(για γυναίκα) αποβάλλω το έμβρυο.[ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + θ. αμβλ.- του αμβλίσκω].