εξαμβλώ

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

Greek Monolingual

ἐξαμβλῶ, -έω (Α)
(για γυναίκα) αποβάλλω το έμβρυο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + θ. αμβλ.- του αμβλίσκω].