ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
ἐξαμβλῶ, -έω (Α)(για γυναίκα) αποβάλλω το έμβρυο.[ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + θ. αμβλ.- του αμβλίσκω].