[Seite 1314] ἡ, die Rose, LXX.
καλύκωσις, ἡ (Α)(για τον κρίνο) άνθος, ίσως κάλυκας ρόδου.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλυκόω, -ῶ < κάλυξ, -υκος].