ισχιακός

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἰσχιακός, -ή, -όν) ισχίον
αυτός που πάσχει από χρόνια ισχιαλγία, ο ισχιαδικός.
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ισχία (α. «ισχιακό πλέγμα» — το ιερό πλέγμα
β. «ισχιακή προβολή» — η προβολή του εμβρύου από τη μήτρα με τα ισχία).