καλλίτερος
From LSJ
Οὐδεὶς τὸ μέλλον ἀσφαλῶς ἐπίσταται (βουλεύεται) → Haud de futuro tota quis deliberat → Die Zukunft bringt, was mit Gewissheit keiner kennt
Greek Monolingual
-η, -ο
καλύτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παλαιότερη γραφή της λ. που θεωρήθηκε ότι προήλθε από το συγκρ. καλλίων (καλλί + τερος), ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται περί συγκριτικού του καλός που σχηματίστηκε κατά τα συγκριτικά σε -ύτερος (βαθύτερος, παχύτερος, κ.τ.ό.) τών επιθ. σε -ύς. Βλ. καλύτερος].