καλλίτερος
From LSJ
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
Greek Monolingual
-η, -ο
καλύτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παλαιότερη γραφή της λ. που θεωρήθηκε ότι προήλθε από το συγκρ. καλλίων (καλλί + τερος), ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται περί συγκριτικού του καλός που σχηματίστηκε κατά τα συγκριτικά σε -ύτερος (βαθύτερος, παχύτερος, κ.τ.ό.) τών επιθ. σε -ύς. Βλ. καλύτερος].