καλλίτερος

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505

Greek Monolingual

-η, -ο
καλύτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παλαιότερη γραφή της λ. που θεωρήθηκε ότι προήλθε από το συγκρ. καλλίων (καλλί + τερος), ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται περί συγκριτικού του καλός που σχηματίστηκε κατά τα συγκριτικά σε -ύτερος (βαθύτερος, παχύτερος, κ.τ.ό.) τών επιθ. σε -ύς. Βλ. καλύτερος].