(incorrect form),
A to be illdisposed, PMasp.151.177 (vi A.D.).
και κακοθελώ (AM κακοθέλω, Μ και κακοθελώ)νεοελλ.-μσν.θέλω, εύχομαι το κακό του άλλουαρχ.πάπ. (μτγν. τ. σχηματισμένος εσφ.) είμαι κακώς, δυσμενώς διατεθειμένος εναντίον κάποιου.