κακοθέλω

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

(incorrect form),

   A to be illdisposed, PMasp.151.177 (vi A.D.).

Greek Monolingual

και κακοθελώ (AM κακοθέλω, Μ και κακοθελώ)
νεοελλ.-μσν.
θέλω, εύχομαι το κακό του άλλου
αρχ.
πάπ. (μτγν. τ. σχηματισμένος εσφ.) είμαι κακώς, δυσμενώς διατεθειμένος εναντίον κάποιου.