ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
Full diacritics: κᾰκοθέλω | Medium diacritics: κακοθέλω | Low diacritics: κακοθέλω | Capitals: ΚΑΚΟΘΕΛΩ |
Transliteration A: kakothélō | Transliteration B: kakothelō | Transliteration C: kakothelo | Beta Code: kakoqe/lw |
(incorrect form), to be illdisposed, PMasp.151.177 (vi A.D.).
και κακοθελώ (AM κακοθέλω, Μ και κακοθελώ)
νεοελλ.-μσν.
θέλω, εύχομαι το κακό του άλλου
αρχ.
πάπ. (μτγν. τ. σχηματισμένος εσφ.) είμαι κακώς, δυσμενώς διατεθειμένος εναντίον κάποιου.