καλλώπισμα

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A ornament, Χρυσᾶ, ἀργυρᾶ κ., Plu.Lyc.9; τραπέζης Porph.Abst.3.19; source of pride, Luc.Merc.Cond.36.    2 ornament of speech, D.H.Th. 46.    3 metaph., fair show, pretence, Pl.Grg.492c (pl.).

German (Pape)

[Seite 1312] τό, Schmuck, äußerer Zierrath; τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα Plat. Gorg. 492 c; χρυσᾶ Plut. Lyc. 9; a. Sp., auch von der Rede, D. Hal. de Thuc. 46.

Greek (Liddell-Scott)

καλλώπισμα: τό, κόσμημα, στολισμός, τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα Πλάτ. Γοργ. 492C· καλλωπισμάτων χρυσῶν δημιουργός Πλουτ. Λυκοῦργ. 9, κτλ.· ἐπὶ λόγου, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 46.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
embellissement, ornement.
Étymologie: καλλωπίζω.

Greek Monolingual

το (AM καλλώπισμα) καλλωπίζω
το μέσο με το οποίο κάποιος καλλωπίζεται ή καλλωπίζει
μσν.-αρχ.
το μέσο με το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος
αρχ.
1. η προσποίηση («τὰ δὲ ἄλλα ταῡτ' ἐστὶ τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα ἀνθρώπων, φλυαρία καὶ οὐδενὸς ἄξια», Πλάτ.)
2. (για λογοτεχνικό ύφος) η επιτηδευμένη φράση.