δερμικός

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο δέρμα (α. «δερμικός ιστός» β. «δερμικοί σχηματισμοί» — το σύνολο τών οργάνων —τρίχες, λέπια, νύχια κ.λπ.— που παράγονται από το δέρμα).