τραχηλίζω
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
fut. Att.
A -ιῶ PPetr.2p.52 (iii B. C.):—bend or twist the neck of a victim, βοῦν Thphr.Char.27.5. II in wrestling, 'scrag' one's opponent, τοὺς νεανίσκους Plu.Ant.33:— Pass., Pl.Amat.132c, Teles p.50 H., Them.Or.23.291b. 2 metaph., inflict hardship on a combatant, τοὺς . . φίλους οἱ λειπόμενοι τραχηλιοῦσι πόλεμοι Ph.2.131:—Pass., ἐμφυλίῳ πολέμῳ καὶ διχονοίᾳ -ιζόμενοι J.BJ4.6.2. 3 metaph. in Pass., to be overpowered, swept away, ταῖς ἐπιθυμίαις Ph.2.127; of ships in a whirlpool, Str.6.2.3. III in a pun on signfs. 1, 11.1, and 11.3, ἰδὼν Ὀλυμπιονίκην εἰς ἑταίραν πυκνότερον ἀτενίζοντα, ἴδε ἔφη, κριὸν Ἀρειμάνιον ὡς ὑπὸ τοῦ τυχόντος κορασίου -ίζεται see how the ram's neck is being twisted, D.L.6.61, cf. Plu.2.521b; τοὺς πολυπράγμονας ἴδοις ἂν ὑπὸ παντὸς ὁμοίως θεάματος -ιζομένους καὶ περιαγομένους ibid. IV Pass., to be laid open, Ep.Hebr.4.13; τετραχηλισμένα· πεφανερωμένα, Hsch.