γενίκευση

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

η
1. καθολίκευση
2. η καθολική, η γενική εφαρμογή αρχής, νόμου, κανόνα
3. επέκταση («η γενίκευση της συζήτησης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενικεύω. Η λ. γενίκευσις μαρτυρείται από το 1849 στον Τιμολ. Δρακούλη].