μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
η1. καθολίκευση2. η καθολική, η γενική εφαρμογή αρχής, νόμου, κανόνα3. επέκταση («η γενίκευση της συζήτησης»).[ΕΤΥΜΟΛ. < γενικεύω. Η λ. γενίκευσις μαρτυρείται από το 1849 στον Τιμολ. Δρακούλη].