γενίκευση

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source

Greek Monolingual

η
1. καθολίκευση
2. η καθολική, η γενική εφαρμογή αρχής, νόμου, κανόνα
3. επέκταση («η γενίκευση της συζήτησης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενικεύω. Η λ. γενίκευσις μαρτυρείται από το 1849 στον Τιμολ. Δρακούλη].