ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
[Seite 1262] ion. u. ep. = ἱερεύω.
ion. c. ἱερεύω.
ἱρεύω (Α)ιων. και επικ. τ. του ιερεύω.