ιλάριος

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source

Greek Monolingual

ἱλάριος, -ία, -ον (ΑΜ) ιλαρός
αυτός που χαρακτηρίζεται από ιλαρότητα, ο χαρμόσυνος («τὰς ἱλαρίας ἡμέρας»)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Ἱλάρια
χαρούμενες γιορτές προς τιμήν διαφόρων θεοτήτων και κυρίως της Κυβέλης.