ἠπιόθυμος

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ον,

   A gentle of mood, APl.4.65, Orph.H.59.15.

German (Pape)

[Seite 1174] sanftmüthig, Ep. (Plan. 65) u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἠπιόθῡμος: -ον, πρᾷος τὴν διάθεσιν, Ἀνθ. Πλαν. 65, Ὀρφ. Ὕμν. 58. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’un caractère doux.
Étymologie: ἤπιος, θυμός.

Greek Monolingual

ἠπιόθυμος, -ον (Α)
ο πράος στη διάθεση, ο ήμερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + -θυμoς (< θυμός), πρβλ. οξύ-θυμος].