κατασυκοφάντηση

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κατασυκοφαντώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατασυκοφαντῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].