κατασυκοφαντώ

Greek Monolingual

(Α κατασυκοφαντῶ, -έω)
νεοελλ.
συκοφαντώ κάποιον σε μεγάλο βαθμό, με πάθος και επιμονή
αρχ.
(σχόλ.) επικρίνω εμπαθώς, κατηγορώ κάποιον με πάθος.