καστανικός

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491

Greek Monolingual

καστανικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καστανιά («βάλανοι καστανικαί», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανον + κατάλ. -ικός].